- άφωτος
- η , ο [ος , ον ] неосвещённый, тёмный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άφωτος — η, ο αυτός που δεν έχει φως, σκοτεινός: Η νύχτα εκείνη ήταν άφωτη· το επίρρ. άφωτα σημαίνει πολύ πρωί, πριν φέξει: Άφωτα ξεκίνησαν για το χωριό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
άλυχνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει λυχνάρι, άφωτος, πολύ φτωχός: Άλυχνοι ζούμε οι φτωχοί για να χουν φως οι πλούσιοι (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)